φαρετρίτης

φαρετρίτης
και βοιωτ. τ. φαρατρίτας, ὁ, Α
στρατιώτης που έχει φαρέτρα, τοξότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα + επίθημα -ίτᾱς / -ίτης (πρβλ. φαραγγ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαρατρίτης — ὁ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. φαρετρίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”